γεωκεντρικός

γεωκεντρικός
η , ό[ν] геоцентрический

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "γεωκεντρικός" в других словарях:

  • γεωκεντρικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στη γη ως κέντρο τού κόσμου 2. φρ. «γεωκεντρικό σύστημα» το σύστημα που θεωρεί τη γη ως κέντρο τού σύμπαντος …   Dictionary of Greek

  • γεωκεντρικός, -ή — ό αυτός που θεωρεί τη Γη κέντρο του σύμπαντος: Γεωκεντρική θεωρία. – Γεωκεντρικό πλανητικό σύστημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»